Κέμπριτζ

Κέμπριτζ
Πόλη της Αγγλίας. Βλ. λ. Κέιμπριτζ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ράδερφορντ, Έρνεστ — (Rutherford, Νέλσον, Νέα Ζηλανδία 1871 – Κέμπριτζ 1937). Άγγλος φυσικός. Αφού σπούδασε στη γενέτειρα του, πήρε το πτυχίο των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών από το Καντέρμπερι Κόλετζ του Κράιστσερτς χάρη σε διαδοχικά σχολικά βραβεία. Με… …   Dictionary of Greek

  • Πιγκού, Άρθουρ Σέσιλ — (Pigou, Ράιντ, Νησί του Γουάιτ 1877 – Κέμπριτζ 1959). Άγγλος οικονομολόγος. Μαθητής και διάδοχος του Άλφρεντ Μάρσαλ στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, ο Π. υποστήριξε ότι η οικονομική επιστήμη επιμένει υπερβολικά πάνω στην παραγωγή και την ανταλλαγή …   Dictionary of Greek

  • Σόρλεϋ, Ουίλιαμ Ρίτσι — (Sorley). Άγγλος φιλόσοφος (Σέλκιτ 1855 Κέμπριτζ 1935). Δίδαξε ηθική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και υπήρξε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολέμιος του εξελικτισμού και του θετικισμού που κυριαρχούσαν, στην εποχή του, στην Αγγλία. Από… …   Dictionary of Greek

  • Τεμπλ — (Temple). Οικογένεια Άγγλων ευγενών. Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Γουλιέλμος (1555 – 1627). Φιλόσοφος. Στην εποχή του είχε πανευρωπαϊκή φήμη. Το 1597 εξελέγη βουλευτής αλλά αργότερα αποσύρθηκε από την πολιτική και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη… …   Dictionary of Greek

  • Τέναντ, Σμίθσον — (Thènard, 1761 – 1815). Άγγλος χημικός. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και χημεία στο Εδιμβούργο και Κέμπριτζ. Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και αφοσιώθηκε σε χημικές μελέτες και έρευνες. Έγινε κυρίως γνωστός για τις εργασίες του σχετικά με τη θερμότητα… …   Dictionary of Greek

  • Τζινς, σερ Tζέιμς — (Jeans, Λονδίνο 1877 – ;). Άγγλος φυσικομαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ στην Αγγλία και, όταν αποφοίτησε, δίδαξε τα εφαρμοσμένα μαθηματικά αρχικά στο Κέμπριτζ και στη συνέχεια στο αμερικανικό πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, σερ Τζόζεφ Τζον — (Thomson, Τσίταμ Χιλ, Μάντσεστερ 1856 – Κέμπριτζ 1940). Άγγλος φυσικός. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της τελευταίας εκατονταετίας και οι εργασίες του συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της ατομικής φυσικής. Διετέλεσε καθηγητής στο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκρατία — (Φιλοσ.). Όρος που αναφέρεται στις θεωρίες που οδηγούν στην ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, σύμφωνα με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Κλασικά παραδείγματα μ. στην ιστορία… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”